καθηκοντολογία

καθηκοντολογία
η
1. το μέρος τής ηθικής που ασχολείται με τα καθήκοντα τού ανθρώπου
2. το να μιλά κάποιος συνεχώς και κατά κόρον για τα καθήκοντα τού ανθρώπου, ηθικολογία, δεοντολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθῆκον, -τος + -λογία (< -λόγος < λόγος), πρβλ. αερο-λογία, παραδοξο-λογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • δεοντολογία — η 1. η θεωρία που υποστηρίζει το πώς πρέπει να γίνει κάτι, σύμφωνα με τους κανόνες της ηθικής: Ο κουτσομπολίστικος σχολιασμός είναι αντίθετος με τη δημοσιογραφική δεοντολογία. 2. η καθηκοντολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”