- καθηκοντολογία
- η1. το μέρος τής ηθικής που ασχολείται με τα καθήκοντα τού ανθρώπου2. το να μιλά κάποιος συνεχώς και κατά κόρον για τα καθήκοντα τού ανθρώπου, ηθικολογία, δεοντολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθῆκον, -τος + -λογία (< -λόγος < λόγος), πρβλ. αερο-λογία, παραδοξο-λογία].
Dictionary of Greek. 2013.